Monday, January 29, 2007

ΠΟΠ ΣΕΡΕΝΑΤΑ


Ήταν ακόμα μια μέρα μεγάλη σ'έναν κόσμο μικρό που προκαλεί ζάλη καθώς στροβιλίζεται αδιάκοπα σ'έναν ρυθμό τρελό κι εγώ όλο ξεχνάω να σου πω σ'αγαπώ μια βιαστική καλημέρα ένα βιαστικό χάδι και μετά θα χαθώ και όλο ξεχνάω να πάρω τα κλειδιά μου μια ταυτότητα κι ένα παλτό και κάποια μέρα θα ξεχάσω να σου πω πως σ'αγαπώ όλο αφήνω κάτι πίσω και κάποια μέρα φοβάμαι πως δε θα γυρίσω και είναι κι εκείνος ο ήλιος που με τυφλώνει κι ένα παλιό τραγούδι που με σκοτώνει ψάχνω να βρω το μέρος που φυτρώνουν άγρια τριαντάφυλλα και οι κερασιές ανθίζουν σιωπές ήταν μόλις χθες που χαμογελούσες παράξενα και κοιτούσες τα μάτια μου φωτεινά σημεία στο δικό σου διάστημα κι ήταν ένα κρεβάτι και δυο κορμιά ξένα που ακουμπούσαν το ένα το άλλο λυπημένα σ'έναν κόσμο μικρό που προκαλεί ζάλη και οι περαστικοί τρέχουν αδιάκοπα με σκυμμένο κεφάλι στην αρχή δεν καταλάβαινα τι ψάχνουν να βρουν μέχρι που συνειδητοποίησα πως τη χαμένη ζωή τους αναζητούν κι εγώ που πάντα προτιμούσα τους χωματόδρομους από τις επίπεδες ασφάλτους σκοντάφτω σε πέτρες και μικρούς θανάτους κι είναι η συγκίνηση που προκαλεί ο πόνος και η αίσθηση ότι είσαι πάλι μόνος να επιθεωρείς τα γδαρσίματα από παλιές πληγές και να κλαις κι έτσι διηγούμαι ιστορίες για άλλες εποχές για να ξεχνώ τις άδειες αγκαλιές και τα ακρωτηριασμένα από την ανασφάλεια χέρια που ματώνουν τις νύχτες μας σαν μαχαίρια κι εγώ που θέλω να είμαι μόνο με σένα που αγαπώ ένα λουλούδι στο βάζο σου ή ένα αστέρι στο δικό σου ουρανό μια ανάμνηση στο όνειρό σου ή μια σταγόνα στον ποταμό σου είναι η φωνή σου που θυμίζει όσα ξέχασα κι όσα νοσταλγώ και θα ήθελα να σου 'λεγα πόσο αληθινό είναι το σ'αγαπώ κι ας ανήκει σε μια γλώσσα ξένη κι ας νόμιζα πως από καιρό είμαι χαμένη τώρα ταξιδεύω στις ηπείρους του κορμιού σου με πυξίδα χαλασμένη κι είναι ένα βιαστικό ρολόι που επιμένει να σκοτώνει τις ώρες και να πνίγει τα λεπτά κι εγώ στα όνειρά σου θα 'ρθω ξανά και ξανά με χρώματα να ντύσω τον ύπνο σου και ποτήρι κρασί εγώ να γευτείς στο δείπνο σου ένας χειμώνας που μου παγώνει τη σκέψη και μια συννεφιασμένη Κυριακή τον ήλιο μου 'χει κλέψει κι εγώ που θέλω να είμαι μόνο μαζί σου σ' έναν κόσμο τρελό αγγίζω τα συρματοπλέγματα της ψυχής σου και αιμμοραγώ και είναι δύσκολη λέξη το σ' αγαπώ σ'αγαπώ σ'αγαπώ σ'αγαπώ

WHERE THE WILD ROSES GROW (NICK CAVE AND THE BAD SEEDS)


They call me The Wild Rose
But my name was Elisa Day
Why they call me it I don't know
For my name was Elisa Day
From the first day I saw her
I knew she was the one
She stared in my eyes and smiled
-
For her lips were the colour of the roses
That grew down the river, all bloody and wild
When he knocked on my door and entered the room
My trembling subsided in his sure embrance
He would be my first man and with a careful hand
He wiped at the tears that ran down my face
On the second day I brought her a flower
She was more beautiful than any woman I 'd seen
I said, "Do you know where the wild roses grow. So sweet and scarlet and free?"
On the second day he came with a single red rose
Said : "Will you give me your loss and your sorrow"
I nodded my head, as I lay on the bed
He said, "If I show you the roses, will you follow?"
On the third day he took me to the river
He showed me the roses and we kissed
And the last thing I heard was a muttered word
As he knelt (stood smiling) above me with a rock in his fist
On the last day I took her where the wild roses grow
And she lay on the bank, the wind light as a thief
And I kissed her goodbye, said, "All beauty must die"
And lent down and planted a rose between her teeth
They call me The wild rose
But my name was Elisa Day
Why they call me it I do not know
For my name was Elisa Day
My name was Elisa Day
For my name was Elisa Day..

Friday, January 26, 2007

ENA TΡΕΛΟ ΚΟΡΙΤΣΙ (W.B.YEATS)


Εκείνο το τρελό κορίτσι που φτιάχνει τη δική του μουσική
Την ποίησή του, στην ακτή χορεύοντας,
Η ψυχή του χωρισμένη από τον εαυτό της,
Που σκαρφαλώνει, πέφτει, χωρίς να ξέρει πού
Και κρύβεται στ' αμπάρι ενός ατμόπλοιου,
Με γόνατο σπασμένο, το κορίτσι αυτό
διακηρύσσω εγώ
Ως κάτι ωραίο και υψηλό, ή κάτι
Που ηρωικά απωλέσθηκε, ηρωικά βρέθηκε
Δεν έχει σημασία ποιος όλεθρος την πρόλαβε
Στεκόταν τυλιγμένη σε μουσική απόγνωσης,
Εκεί που κείτονται δεμάτια και καλάθια
Με ήχο ακατανόητο τραγούδησε :
"Ω ! θάλασσα που για θάλασσα διψάς, θάλασσα πεινασμένη".


ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ Ι : Στον Β.

Ένας ήχος κρυστάλλινος,
μια χορδή από νερό
ένα ψηλόλιγνο δέντρο παλεύει με τον άνεμο
ένα δέντρο καλά ριζωμένο
αν και χορεύοντας
η ροή του ποταμού
που χαιρετάει τις όχθες
κυλάει, προχωρεί,
ανακατεύει, επιστρέφει
μα πάντα φθάνει για να πιεις νερό
ένα βλέμμα κρυστάλλινο, δυο μάτια από νερό
φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι, αστέρια
άνοιξη, καλοκαίρι, αστέρια, φθινόπωρο, χειμώνας
μια αέναη τροχιά εποχών και φωτεινών σημείων
γύρω από την παρουσία σου
παρουσία σαν τρικυμιώδη θάλασσα,
κύμα με το κύμα να τα σκεπάσει όλα
παρουσία σαν τα βρεγμένα φτερά ενός γλάρου που ανοίγουν
κάτω από τον ήλιο
σαν μια φωτιά, κόκκινη, που λυσσομανάει
γλείφοντας τους κορμούς των δέντρων,
στο δάσος μου
σαν ένα τραγούδι που σίγησε ξαφνικά αφήνοντας πίσω του
σκορπισμένες νότες και κομματιασμένους ψιθύρους
σώμα λαμπερό, που ο ήλιος το λούζει
χέρια λαμπερά, στήθος γεμάτο λάμψη, πρόσωπο, όλα ηλιοφώτιστα
σέρνω τα βήματά μου μέσα στους διαδρόμους της φωνής σου
γλιστρώ ανάμεσα στους αντικατοπτρισμούς του χαμόγελού σου
ω εποχές με τις μαγεμένες ημέρες!
στο λιμάνι του κορμιού σου καταφθάνω με διάφανες αποσκευές
ζωγραφιά στο χρώμα των πόθων μου
κόκκινο και λίγο μαύρο και πάλι κόκκινο
σαν το χρώμα του αίματος που αναβλύζεις για να με τρομάξεις
σαν το χρώμα του τριαντάφυλλου που σφίγγεις στα χέρια μου
-πληγωμένα από τ' αγκάθια-
σαν το χρώμα της φλόγας που τρεμοπαίζει μέχρι να σβήσει
πίσω από τον καπνό
-στο μάταιο ταξίδι όλων των αποκαμωμένων κεριών, εκεί πήγαμε-
και είσαι τα σύννεφα που κρέμονται από τον ουρανό μου
η βροχή που πέφτει στο χώμα μου,
πάνω στα κλειδωμένα μου βλέφαρα, στο μέτωπό μου
-δροσιά..-
μετρώ το ανάστημά σου με το χέρι μου
ψηλαφίζοντας σαν τη τυφλή ψάχνω να βρω το μονοπάτι για την καρδιά σου
-κόκκινη, πάλλεται σε αρχέγονους αφρικάνικους ρυθμούς, χορεύοντας-
βαδίζω διασχίζοντας το δάσος των ανείπωτων επιθυμιών σου,
τα βουνά του ξεχασμένου σου γέλιου, το μονοπάτι που απολήγει σε άβυσσο
γλιστρώ, πέφτω, βουτώ μέσα σε θρυμματισμένες μνήμες και σκόρπιες σκέψεις.

Thursday, January 25, 2007

I WANT YOU (ELVIS COSTELLO)

Oh my baby baby I love you more than I can say
I don't think I can live without you
And I know that I never will
Oh my baby baby I want you so it's scares me to death
I can't say anymore than ' I love you '
Everything else is a waste of breath
I WANT YOU
You' ve had your fun you don't get well no more
I WANT YOU
-----------------
Your fingernails go dragging down the wall
I WANT YOU
Be careful darling you might fall
I WANT YOU
I woke up and one of us was crying
I WANT YOU
You said : ' Young man I do believe you 're dying'
I WANT YOU
If you need a second opinion as you seem to do these days
I WANT YOU
You can look in my eyes and you can count the ways
I WANT YOU
Did you mean to tell me but seem to forget
I WANT YOU
Since when were you so generous and inarticulate
I WANT YOU
It' s the stupid details that my heart is breaking for
It' s the way your shoulders shake and what they 're shaking for
It' s knowing that he knows you now after only guessing
I WANT YOU
It's the thought of him undressing you or you undressing
I WANT YOU
He tossed some tattered compliment your way
I WANT YOU
And you were fool enough to love it when he said
"I want you"
I WANT YOU
The truth can't hurt you it's just like the dark
It scares you witless but in time you see clear and stark
I WANT YOU
Go on and hurt me then we'll let it drop
I WANT YOU
I'm afraid I won't know where to stop
I WANT YOU
I'm not ashamed to say I cried for you
I WANT YOU
I want to know the things you did that we do too
I WANT YOU
I want to hear he pleases you more than I do
I WANT YOU
I might as well be useless for all it means to you
I WANT YOU
Did you call his name out as he hold you down
I WANT YOU
Oh no my darling with that clown
I WANT YOU
You 've had your fun you don't get well no more
I WANT YOU
No-one who wants you could want you more
I WANT YOU
Every night when I go off to bed and when I wake up
I WANT YOU
I WANT YOU
I' m going to say it again 'til I instill it
I know I'm going to feel this way until you kill it
I WANT YOU
I WANT YOU

ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΖΗΤΩ... (Διογένης ο Κυνικός)


Ο Διογένης μαθήτευσε κοντά στον Αντισθένη, ιδρυτή της σχολής των κυνικών. Ανέπτυξε και τελειοποίησε τη διδασκαλία του τελευταίου προς την κατεύθυνση του ελάχιστου υλισμού. Ζούσε με τα απολύτως απαραίτητα και κοιμόταν σ' ένα πιθάρι.
Όταν είδε μια μέρα ένα παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του, έβγαλε, καθώς λένε, το κύπελλο ,με το οποίο έπινε νερό, και το πέταξε αναφωνόντας πως ένα παιδί τον ξεπέρασε σε απλότητα ζωής.
Απέρριπτε το κράτος και τους περισσότερους θεσμούς χαρακτηρίζοντάς τους ως βιασμό της ουσίας του ανθρώπου. Για τον εαυτό του δήλωνε πολίτης του κόσμου. Είναι γνωστή, άλλωστε, η ρήση του δασκάλου του Αντισθένη. "Πατρίδα μου δεν έχω μια μόνο πόλη, μια μόνο στέγη, όλη η γη είναι για μένα σπίτι και πατρίδα".
Ο Διογένης είχε έναν λόγο ευθύ, κοφτερό, ανατρεπτικό και ένα αληθινά προικισμένο πνεύμα. Βγήκε μια μέρα στην αγορά με αναμμένο το φανάρι του, περιφερόταν και φώναζε : " Ψάχνω να βρω ανθρώπους!"
Σχετική με την απέχθειά του προς την εξουσία είναι η απάντηση που έδωσε σε κάποιον που καλοτύχιζε τον Καλλισθένη γιατί ζούσε ωραία κοντά στον Μέγα Αλέξανδρο: "Κακότυχος είναι όποιος προγευματίζει και δειπνεί όποτε αρέσει στον Αλέξανδρο". Ακόμα πιο γνωστή είναι η απάντηση που έδωσε στον Μέγα Αλέξανδρο. Στο Κράνειο, προάστιο της Κορίνθου, μια μέρα ο Διογένης ήταν ξαπλωμένος και απόλαμβανε τον ήλιο, όταν ήρθε ο Μέγας Αλέξανδρος και αφού στάθηκε από πάνω του, είπε: "Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις". "Μη μου κρύβεις τον ήλιο", αποκρίθηκε ο Διογένης.
Ο Διογένης ήταν εξόριστος στην Αθήνα. Καταγόταν από την Σινώπη του Εύξεινου Πόντου, απ' όπου οι συμπολίτες του τον έδιωξαν, γιατί αυτός ή ο πατέρας του παραχάραξε το νόμισμα της πόλης. Σε κάποιον που του υπενθύμισε χλευαστικά την παλαιότερη αυτή παρανομία του, ο κυνικός φιλόσοφος δήλωσε "κάποτε ήμουν τέτοιος που εσύ είσαι τώρα, τέτοιος όμως που είμαι εγώ, εσύ δεν θα γίνεις ποτέ."
Υπέβαλε σε σκληρή κριτική τη διδασκαλία του Πλάτωνα για τις ιδέες , από την άποψη της ακραίας αισθησιοκρατίας, αναγνωρίζοντας μόνο το μοναδικό ον, ενώ δεν παρέλειπε σε κάθε περίπτωση να υπαινίσσεται τις στενές σχέσεις του τελευταίου με τον τύραννο Διονύσιο. Απέρριπτε την πολυθεϊα και τις θρησκευτικές λατρείες, ως αυθαίρετους ανθρώπινους θεσμούς. Μια μέρα ο Διογένης πήγε στο θέατρο, όταν η παράσταση είχε τελειώσει και ο κόσμος έβγαινε έξω. Αντίθετα στο πλήθος, που έβγαινε έξω, αυτός προσπαθούσε ν' ανοίξει δρόμο και να μπει μέσα, και σαν τον ρώτησαν, γιατί πάει αντίθετα, απάντησε: "Σε όλη μου τη ζωή αυτό εξασκούμαι να κάνω" .
----------------------------------------------------
αφιερωμένο σε όλους όσους θρυμματίζουν βιτρίνες προκειμένου να κρατήσουν στα ματωμένα χέρια τους αλήθειες.

Wednesday, January 24, 2007

ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΙΧΝΗ ΔΑΚΡΥΩΝ


Παράξενο που τώρα νιώθω ανάγκη να σου πω
το παραμύθι που 'φτιαξα για σένα και για μένα
τι κρίμα..δεν αρχίζει μια φορά κι έναν καιρό
ούτε μιλά για δράκους και κορίτσια μαγεμένα.
*
Σφαλίζω τα βλέφαρα και προσπαθώ να θυμηθώ
κείνη τη μέρα ο ουρανός τι χρώμα είχε
θαρρώ πως αχνό πέπλο ήταν ντυμένος πορφυρό
σαν από αιματοβαμμένο έγκλημα να ήρθε.
*
Σε βρήκα, γλυκιά μου, με μάτια σβησμένα αστέρια
να καληνυχτίζεις με τραγούδια αγάπες παλιές
εκεί που η απώλεια σου κάρφωνε τα χέρια
σ' ένα σταυρό να κρέμονται χίλιες πικρές προσευχές.
*
Εκεί που το άγιο πάθος είχε πια τελειώσει,
εκεί που πνίγονταν των ερωτευμένων οι λυγμοί,
εκεί την ψυχή και το κορμί σου είχαν στοιχειώσει
σακατεμένοι εραστές, άθλιοι περαστικοί.
*
Στην αγκαλιά σου φώλιασα κομμάτια σκορπισμένος
και έγειρα και απόκαμα σα να 'μουνα παιδί
με θέρμη να προσφέρομαι γητειές σου στολισμένος
γινόμουνα εγώ το βάλσαμο για κάθε σου πληγή.
*
Την πνοή σου φυσούσες στον άδειο εαυτό μου
σαν κισσός ανέβαινες στο ραγισμένο μου κορμί
φτερούγιζε μέσα σου κάθε τρελό όνειρό μου
το ξερό, άγονο χώμα μου δρόσιζες με βροχή.
*
Έτσι τραγουδούσαν οι μέρες, χόρευαν τα χρόνια
και σαν σκορπιός με πλήγωνε της λαχτάρας το κεντρί
βαριές ανάσες άφηνα στα υγρά μας σεντόνια
το πρόσωπό σου προσκύνησα, εικόνα ακριβή.
*
Τώρα κουνάω τα ζάρια μου και ρίχνω τα χαρτιά
απλώνοντας στο στήθος σου την πράσινή μου τσόχα
στοιχηματίζω και χάνω τα πάντα σε μια βραδιά
μα ευλογημένος όποιος γελά στην κατηφόρα....

Tuesday, January 23, 2007

LE PLOMBIER (BORIS VIAN)


Τί να πει κανείς για τον Boris Vian... Μηχανικός, ηθοποιός, τραγουδιστής, τρομπετίστας, αρθρογράφος, συγγραφέας... Πέθανε το 1959 , μόλις 39 ετών. Στα μυθιστορήματά του ο σουρρεαλισμός και το παράδοξο ανακατεύονται με τη φαντασία, την ευαισθησία και τη συγκίνηση. Ένας από τους πολύ αγαπημένους μου. Παραθέτω πιο κάτω μικρό αποσπάσμα από ένα διήγημά του.
-------------------------------------------------------------------
Δεν ήταν το κουδούνισμα της Γιασμίνης, που είχε πάει για ψώνια σ' ένα ύποπτο γραφείο παρέα με τον εραστή της. Δεν ήταν ούτε κι ο θείος μου μια και είχε πεθάνει πριν από δύο χρόνια. Ο σκύλος χτύπαγε το κουδούνι δυο φορές, κι εγώ είχα το κλειδί μου. Ωραία, θα 'πρεπε να βρω κάτι άλλο. Το χτύπημα ήταν χαρακτηριστικό: βαρύ..., ασήκωτο, ίσως... όχι, πυκνό, μάλλον.. ένα κουδούνισμα αργό και ακριβό.
Κατά συνέπεια, ο υδραυλικός. Μπήκε εξοπλισμένος με μια τσάντα από δέρμα εξαφανισμένου χορτοφάγου περασμένη στον ώμο του και γεμάτη από σιδερικά που κουδούνιζαν.
-Το λουτρό είναι από εκεί, μου είπε με μια τοξοτική χειρονομία. Δεν έθετε την ερώτηση. Μου μάθαινε επιτέλους που βρισκόταν μέσα σ' αυτό το διαμέρισμα, το λουτρό που, δίχως την παρατήρησή του, για πολύ καιρό ακόμα, θα μπορούσα να είχα παραμελήσει να τοποθετήσω με την ακρίβεια που προϋπόθετε εκ των πραγμάτων η σύντομη φράση του.
Αυτή την ώρα της μέρας, μια και η Γιασμίνη έλειπε, μια και ο θείος μου είχε πεθάνει και μια κι ο σκύλος χτυπούσε το κουδούνι δυο φορές (τις περισσότερες φορές), δεν ήταν στο σπίτι παρά μόνο τα έντεκα ανήψια μου, που ήταν απασχολημένα να παίζουν στην κουζίνα με τη γκαζιέρα, και δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος.

Καθώς ο υδραυλικός έφτανε στο σαλόνι μετά από μια μεγάλη παράκαμψη, αγκιστρωμένος στη χειρονομία του, τον ξανάβαλα στον ίσιο δρόμο και τον οδήγησα έτσι μέχρι το λουτρό. Ετοιμαζόμουν να μπω μαζί του όταν με παραμέρισε, δίχως αγένεια, αλλά με κείνη τη σταθερότητα που ανήκει μόνο στους ειδικούς.

-Δε σας χρειάζομαι πια, μου είπε, κι έπειτα θα κινδυνεύατε να λερώσετε το όμορφο καινούριο κοστούμι σας.

Τόνιζε το καινούριο. Δεν είπα τίποτα , γιατί κάγχαζε και μάλιστα με πονηριά, και πήγα να κόψω την ταμπελίτσα που κρεμόταν. Άλλη μια αμέλεια της Γιασμίνης. Αλλά, σε τελευταία ανάλυση, δεν μπορείς να περιμένεις από μια γυναίκα που δε σε γνωρίζει, που δεν έχει ακούσει ποτέ να προφέρουν το όνομά σου, που δεν ξέρει καν ότι υπάρχεις, που ίσως να μην υπάρχει ούτε καν η ίδια παρά μόνο μερικώς, ή ακόμα και καθόλου, να σου προσφέρει τις υπηρεσίες μιας αγγλίδας γκουβερνάντας, της Άλις Μάρσαλ, που γεννήθηκε στο Μπρίτζπορτ του Γουιλτσίαρ, και πρόγκηξα την Άλις για τη χρόνια αμέλειά της. Μου απάντησε ότι δε μπορεί κανείς, ταυτόχρονα ν' αποφεύγει να προσέχει τ' ανήψια και να βγάζει τις ταμπελίτσες, κι αναγκάστηκα να υποκλιθώ, γιατί εκείνη τη στιγμή περνούσα την πόρτα που οδηγεί από το διάδρομο στην τραπεζαρία, πόρτα περιβόητα πολύ χαμηλή όπως έχω παρατηρήσει πολλές φορές στον κουφό αρχιτέκτονα που έχει διορίσει ο σπιτονοικοκύρης μου........


Monday, January 22, 2007

CASTA DIVA ( NORMA, Bellini)


Casta Diva, che inargenti

queste sacre antiche piante,

a noi volgi il bel sembiante

senza nube e senza vel...

Tempra, o Diva, tempra tu de' cori ardenti,

tempra ancora lo zelo audace,

spargi in terra quella pace

che regnar tu fai nel ciel...
---------------------------------------
Δακρύζω ακόμα όταν ακούω όπερα...

ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΝΑΥΑΓΗΣΑΜΕ ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΑΤΑΞΙΔΕΥΤΕΣ...


Έξι και πέντε. Μούδιασμα. Μια πεντάλεπτη αιώρηση στους λεπτοδείκτες ενός ανυπόμονου ρολογιού. Δεν θυμάμαι πώς άρχισε. Πού; Πότε; Ποιός; Εγώ... να κάνω ερωτήσεις. Εγώ... να θυμάμαι. Ξημερώνει. Η αρχή μιας μέρας που βουλιάζει ήρεμη σ' ένα φλυτζάνι καφέ - γαλλικός , δύο κουταλιές ζάχαρη, αρκετό γάλα. θυμάμαι. Το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Νικοτίνη. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Φυσάω τον καπνό μου πάνω από τις στέγες των σπιτιών, πάνω από τους βιαστικούς περαστικούς, πάνω από μια θλιμμένη πόλη. Εγώ... να γέρνω το κορμί μου πάνω από τα κάγκελα. Εγώ... να φλερτάρω με το κενό. Υψοφοβία. Έχω άλλα δεκαεννέα τσιγάρα. Η ομίχλη κάνει τα πράγματα να φαίνονται ομορφότερα. Παίζω με τον καπνό. Παίζω με τις φωτιές. Ένα παιδί που κάηκε είμαι, αγαπάω όμως ακόμα τις φωτιές. Ανοιγοκλείνω τα μάτια και φτιάχνω περίεργα σχήματα. Οπτική παραίσθηση. Θυμάμαι. Να μου διηγείσαι τα ταξίδια σου στο Μεξικό, στη Βιρμανία, στο Μπαλί, στην Κούβα. Να έχεις πάντα στο ψυγείο ένα μπουκάλι λευκό κρασί (ορεινό Σπυρόπουλου) για να συνόδευει το φαγητό μου, τις βραδινές μας συζητήσεις και αργότερα τις σιωπές μας. Μου έφτιαχνες έναν ολόκληρο παράδεισο από λέξεις. Εγώ... Εσύ... Τώρα προχωράω μπροστά. Μιλούσαμε. Έβρισκες χαριτωμένες τις διανοητικές μου ακροβασίες. Χαμογελούσες. Στην πραγματικότητα τις θεωρούσες πολύ ρομαντικές για το δικό σου υλιστικό κόσμο. Αλλά έμπαινες στον κόπο να χαμογελάς και να μου εξηγείς.. Είχες ξεχάσει να ονειρεύεσαι. Δεν ξεχνώ... Όχι εγώ... να ονειρεύομαι. Και θα 'πρεπε ίσως... θα έπρεπε να ήμουν κάποια άλλη. Και τότε θα αγκάλιαζα όλες σου τις ακριβές βεβαιότητες. Όχι εγώ. Στα σαράντα σου χρόνια είχες ξεχάσει να ερωτεύεσαι, είχες ξεχάσει να πονάς... Στα θύμησα; Ταξιδέψαμε στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, σβησμένες φωνές, χάρτες των πολύτιμων σωμάτων, βαριές αναπνοές και ανταύγειες του πάθους σε υγρά μάτια. Νόμιζες ότι όλα αγοράζονται. Όχι εγώ. Νόμιζες ότι όλα ελέγχονται. Όχι εγώ. Χίλιες αστραφτερές λεπίδες, χίλια γυμνά μαχαίρια έπεφταν στο κορμί σου και σε μάτωναν. Νόμιζες ότι με ήξερες. Όχι εμένα. Θυμάμαι τον πόνο στο βλέμμα σου, τα συντρίμμια της προδομένης αυτοπεποίθησής σου, τον πυρωμένο εγωισμό σου... Υπάρχουν άνθρωποι που τους δείχνεις το φεγγάρι και κοιτούν το δάχτυλο. Ε, όπου φτάνει το βλέμμα του καθενός πρίγκηπα... Και ίσως να επέστρεφα για ν΄ακονίσω τη λεπίδα του εγωισμού μου πάνω στο δικό σου, ίσως πάλι να μην έχω χρόνο έχοντας να μεριμνήσω για τόσα ταξίδια στ' αστέρια. Κι έχω μπροστά μου έρωτες ν' αγκαλιάσω, ένα ποτήρι ζωή να ξεδιψάσω πάνω στο τραπέζι μου, μια παιδικότητα να μου χτυπάει το τζάμι, έναν ήλιο να με ζεσταίνει, τόσα βιβλία να διαβάσω, τόσους ανθρώπους να ταξιδέψω, τόση μουσική να ονειρευτώ, τόση ομορφιά να μεθύσω, τόσες γλώσσες να μιλήσω, τόση σιωπή να χαθώ, τόσο πάθος να ξαναγεννηθώ. Κάνε στην άκρη, μου κρύβεις τον ήλιο. Καλή ζωή. Τώρα ξέρεις..

Tuesday, January 16, 2007

TO TΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗΣ ΜΟΥ


Ο καλύτερος τρόπος για να μην σκέπτεσαι

είναι να μη σκέπτεσαι-

το πάντζο μου σκούζει στα θάμνα,

σαν λαγός παγιδευμένος (σκούζουν οι λαγοί;

Δεν πειράζει: το όνειρο ενός μπεκρή σας αφηγούμαι.)

Πολυβόλα, λέω,

τα παπαδάκια.

Οι υγρές νοσοκόμες,

οι χοντροί εφημεριδοπώλες,

μισοσβησμένοι αντιπρόσωποι

μιας περισπούδαστης ζωής.

Το πάντζο μου σκούζει,

τραγουδά,

τραγουδά, στο όνειρο που σκοτεινιάζει.

Άνθισε, άνθισε,

κάνε κουράγιο:

τελικά ο θάνατος

δεν είναι ένας απλός πονοκέφαλος.

( Charles Bukowski, σε μετάφραση Γ.Μπλάνα, από τη συλλογή ποιημάτων Τρόμου και Αγωνίας Γωνία, εκδ.Απόπειρα)

Monday, January 15, 2007

ΠΕΡΙ ΣΧΟΛΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ. ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ...



Huan ying...Ni hao...Ni hao ma? Καλά, μη φανταστείς ότι είμαι και η γυναίκα του Mao, αλλά τα ψιλοκαταφέρνω. Με τα chopsticks εξακολουθώ ν' αντιμετωπίζω ένα μικρό προβληματάκι, το οποίο εντοπίζεται κυρίως στην έλλειψη συντονισμού κινήσεων (τα υπόλοιπα αναλύονται σύμφωνα με τις αρχές της κβαντικής).
Έγιναν κάποια σχόλια μέσα στο blog και πολλά off the records στα οποία θα προσπαθήσω να δώσω απαντήσεις και να διευκρινήσω κάποια πράγματα.
Ναι, το ξέρω ότι η γαλλική δεν είναι πλέον αρκετά δημοφιλής γλώσσα και αισθάνεστε λίγο χαμένοι στη μετάφραση. Τα σχετικά links όμως παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Άλλωστε, αυτή είναι η γλώσσα στην οποία έγραψαν ο Μαλλαρμέ, ο Ρεμπώ, ο Ελυάρ, ο Βαλερύ, οι διεθνείς καταστασιακοί με τον Γκυ Ντεμπόρ και Ραούλ Βανεγκέμ. Αναγνωρίζοντας τη δικαιολογημένη αυτή αδυναμία, είμαι πρόθυμη να δουλέψουμε μαζί όποιο κείμενο παρουσιάζει για σας μεταφραστικό ενδιαφέρον. Ήδη παραθέτω πιο κάτω, τον Αποχαιρετισμό του Ρεμπώ από το έργο του Μια εποχή στην κόλαση.
Τα Ιndymedia δεν παύουν ν΄αποτελούν ένα πολύ σημαντικό εγχείρημα στο χώρο της αντι-ενημέρωσης, ανεξάρτητα από τις όποιες διαφωνίες μπορεί να έχω εγώ προσωπικά με τον τρόπο παρουσίασης και την επιλογή κάποιων θεμάτων, με σχόλια των συμμετεχόντων κ.τ.λ
Είναι ένας ήδη πολύ γνωστός δικτυακός χώρος για να τον βάλω στα links - τα οποία σημειωτέον δεν έχουν την έννοια ντιρεκτίβας, άλλωστε απευθύνομαι σε άτομα που ποτέ δεν λειτούργησαν μέσα σε τέτοιες λογικές. Ναι, είναι αλήθεια Alex ότι το να παρακολουθείς σ' ένα site ατελείωτες θεωρητικές συζητήσεις του τύπου αν ο Καστοριάδης ή ο Στίνας είναι θεωρητικοί του τάδε ή του άλλου πολιτικού ρεύματος και γιατί έγραψαν αυτό ή εκείνο είναι λίγο κουραστικό πια. Τα έχω ακούσει σε συνελεύσεις, τα έχω διαβάσει, έχω αρχίσει να βαριέμαι όλες αυτές τις label theories. Η επάνασταση της καθημερινής ζωής είναι αυτό που ενδιαφέρει πλέον. Κι αν δεν είναι κάποιος σε θέση να αλλάξει τη ζωή του, τον εαυτό του και να θέσει τους δικούς του όρους στο σύντομο παιχνίδι της ζωής, πώς μπορεί να ελπίζει ότι θα αλλάξει τις ζωές εκατομμυρίων αγνώστων ανθρώπων προς το καλύτερο;
Χαίρομαι πάρα πολύ που βλέπω να γράφουν και ακούω να σχολιάζουν άτομα που δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με το διαδίκτυο. Στα links υπήρχε η πρόθεση να προστεθούν και αυτά του Άσιμου και άλλα πολλά, σ' εκείνη τη χρονική όμως στιγμή είτε παρουσίαζαν κάποιο τεχνικό πρόβλημα είτε ήταν υπό αναδιάρθρωση ή κατασκευή. Προσεχώς λοιπόν... Μια παρέα χαοτικών μου ζήτησε κάτι από το βιβλίο του Ν.Spinrand (πολύ αγαπημένο). Σκοπεύω να παραθέσω αρκετά αποσπάσματα από τους Πράκτορες του Χάους.

Και μην ξεχνάτε...all we want is everything and now!

Καλώς ορίσατε.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ( ADIEU )




Φθινόπωρο κιόλας! Μα γιατί να θλιβόμαστε για τον προαιώνιο ήλιο όταν καταπιανόμαστε ν' ανακαλύψουμε το θείο φως, μακριά απ' όλους όσους πεθαίνουν με τις εποχές.

Φθινόπωρο. Ανεβασμένη πάνω στις αδιάλυτες ομίχλες η βάρκα μας επιστρέφει πίσω στο λιμάνι της εξαθλίωσης, την πελώρια πόλη με τον ουρανό βαμμένο λάσπη και φωτιά. Α, τα μουχλιασμένα βρωμόπανα, το μουλιασμένο στη βροχή ψωμί, το μεθύσι, οι χίλιοι έρωτες που με σταύρωσαν! Δεν θ' αποκάνει λοιπόν ποτέ τούτη η σαρκοβόρα βασίλισσα εκατομμυρίων νεκρών ψυχών και πτωμάτων που θα κριθούν!

Βλέπω ξανά τον εαυτό μου με δέρμα τουμπανιασμένο από λάσπη και πανούκλα, σκουλήκια στις μασχάλες μου και στα μαλλιά μου, και στην καρδιά μου μεγαλύτερα σκουλήκια ξαπλωμένα μεταξύ αγνώστων δίχως ηλικία, δίχως αίσθημα...

Εκεί μπορεί να 'χα πεθάνει... αφόρητη κλήση! Δεν υποφέρω τη φτώχεια. Και τρέμω το χειμώνα, γιατί είναι η εποχή της άνεσης!

Πότε-πότε κοιτώ τον ουρανό, παραλίες ατέρμονες σκεπασμένες μ' έθνη λευκά, χαρά γεμάτα. Ένα παμμέγιστο χρυσό καράβι πάνωθέ μου, πάλλει τις πολύχρωμες ταινίες του στις αύρες της αυγής.

Έπλασα όλα τα ξεφαντώματα, όλους τους θριάμβους, όλα τα δράματα.

Προσπάθησα ν' ανακαλύψω νέα άνθη, νέα άστρα, νέα σάρκα, νέες γλώσσες.

Πίστεψα πως αποκτούσα υπερφυσικές δυνάμεις.

Ε! Καλά! Πρέπει να θάψω την φαντασία μου και τις θύμησές μου. Πάει περίπατο η ωραία δόξα του καλλιτέχνη και του λογοκλόπου.

Εγώ! Εγώ που αποκάλεσα μάντη ή άγγελο τον εαυτό μου, αδέσμευτος από κάθε ηθική γυρνώ πίσω στο χώμα ν' αποζητήσω ένα χρέος και μια πραγματικότητα ν' ασπαστώ! Χωριάτη!

Απατήθηκα; Η συμπόνια μήπως είναι αδελφή του θανάτου για μένα;

Επιτέλους , θα ζητήσω συγγνώμη επειδή τράφηκα με ψέμματα. Και τώρα ας πηγαίνουμε.

Μα μήτ' ένα χέρι φιλικό. Και πού η βοήθεια;


* * *


Ναι, είναι άτεγκτη η νέα ώρα. Γιατί μπορώ να πω κερδήθηκε η νίκη: ο τριγμός των δοντιών, τα συρίγματα της φωτιάς, οι στεναγμοί της λέπρας κατευνάζουν.

Σβήνουν όλες οι εξευτελιστικές αναμνήσεις.

Τρεχάλα φεύγουν οι τελευταίες μεταμέλειες μου, ζήλεια των ζητιάνων, των ληστών, των νεκρόφιλων, των κάθε είδους αλλόκοτων. Καταραμένοι, τί θα γινόταν αν ζητούσα εκδίκηση!

Πρέπει να είναι κανείς απόλυτα συγχρονισμένος.

Όχι ψαλμοί! Να κρατάς το κερδισμένο έδαφος. Χαλεπή νύχτα.

Το ξερό αίμα καπνίζει στο πρόσωπό μου και δεν έχω τίποτα πίσω μου πέρα από αυτόν τον φρικτό θάμνο!...

Η πνευματική μάχη είναι τόσο βάναυση όσο κι ο πόλεμος των ανθρώπων: αλλά η οπτασία της δικαιοσύνης είναι θέλημα του θεού μόνο.

Και στο μεταξύ, η άγρυπνη θέληση. Ας δεχτούμε με χαρά λοιπόν όλους τους χειμάρρους- της ευεξίας και της αληθινής ευαισθησίας. Και το πρωί, οπλισμένοι με φλογερή υπομονή, θα μπούμε σε πολιτείες μεγαλόπρεπες.

Για ποιό λόγο να μιλώ για χέρι φιλικό;

Είναι όφελός μου πως πια μπορώ να γελώ με τους παλιούς, ψεύτες έρωτές μου και να κάνω να ντρέπονται εκείνα τ' απατηλά ζευγάρια -αντίκρυσα την κόλαση κάθε γυναίκας πίσω κει- και θα είμαι ελεύθερος ν' αδράξω την αλήθεια μέσα σε μια ψυχή και σ' ένα σώμα.


Arthur Rimbaud (Une saison en enfer)

Tuesday, January 9, 2007

ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ

Μετά τη φλόγα της φωτιάς κόκκινη ν' αντανακλά στα ιδρωμένα πρόσωπα
Μετά τη θλιμμένη σιωπή στους πέτρινους κήπους μας, σιωπή...
Μετά την αγωνία στα έρημα βουνά, φοβάμαι...
Τις κραυγές και τους θρήνους
Ταπείνωση και πόνος και μια Βαστίλλη
Εκείνοι που ήταν όρθιοι τώρα λύγισαν
Με γδαρμένα γόνατα, πληγωμένοι,
Με τσακισμένα γόνατα, τρομαγμένοι.
Με αναιμικές προσευχές. Πού θεός;

Δεν έχει για σας νερό μόνο λάσπη
Λάσπη κι όχι νερό και βράχια
Βράχια και πέτρες ξεσκίζουν τις γυμνές σας φτέρνες
Εδώ είναι του θανάτου η χώρα, εδώ είναι της λησμονιάς η χώρα
Μήτε ίσκιος από πλατύφυλλα δέντρα, μήτε ευωδιά από άγρια ρόδα
Εσείς που κύκλους χαράζετε στην ωχρή άμμο
Εδώ δεν έχει νερό μόνο άμμο και βράχια και άμμο
Με βαριά βήματα τις αλυσίδες σας σέρνετε
Μήτε να ξαποστάσετε μήτε να ονειρευτείτε
Όχι για σας
Μήτε γαλήνη μόνο το ουρλιαχτό των πεινασμένων λύκων
Μήτε μοναξιά μόνο το γρύλισμα αυτών που σας χλευάζουν
και σας πυροβολούν με τον δείκτη
Εσείς που καταραμένοι αιώνια θα πηγαίνετε
Αφού το βλέμμα σας τολμήσατε και υψώσατε στα άστρα...